συγκυκώ

συγκυκώ
-άω, Α
1. αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω
2. δημιουργώ κυκεώνα
3. προκαλώ σύγχυση, κάνω κάτι άνω κάτω, συνταράσσω («ἤστραπτεν, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυκῶ «αναμιγνύω, αναταράσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκυρκανώ — άω, Α συγκυκῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυρκανῶ, παρλλ.τ. τού κυκῶ «αναμιγνύω, αναταράσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”